- Αθηνιώτης
- ο (θηλ. -ισσα)ο Αθηναίος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < Αθήνα.ΠΑΡ. αθηνιώτικος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αθηναίος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Αττάλου Α’ και αδελφός του βασιλιά Ευμένη της Περγάμου. 2. Στρατηγός του Αντιγόνου, που κατατρόπωσε τους Ναβαταίους Άραβες το 312. 3. Μαθηματικός, σύγχρονος του Αρχιμήδη. Έζησε το 200 π.Χ. και του αποδίδουν … Dictionary of Greek
αθηνιώτικος — η, ο [αθηνιώτης] 1. ο αθηναϊκός* 2. το ουδ. ως ουσ. το αθηνιώτικο όψιμο, μεγαλόρωγο και χοντρόφλουδο σταφύλι, ο σιδερίτης … Dictionary of Greek
Αθηνιός — Αθηνιός, ο και Αθηνιώτης, ο θηλ. ισσα μεσν., λαϊκός τύπος του Αθηναίος, αία (απ αυτό το «Παναγιά Αθηνιώτισσα» ονομασία του Παρθενώνα που είχε μετατραπεί σε ναό της Παναγίας) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)